- παραποδισμός
- ὁ, Α [παραποδίζω]η παρακώλυση («πάθος ἐστι παραποδισμὸς τῆς κατὰ φύσιν ἐνεργείας νοσώδης», Γαλ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραποδισμός — hindering masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραποδισμοῖς — παραποδισμός hindering masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραποδισμοῦ — παραποδισμός hindering masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραποδισμῷ — παραποδισμός hindering masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραποδισμόν — παραποδισμός hindering masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)